-
1 агентство
το πρακτορείοτο γραφείο, η εταιρεία, η αντιπροσωπείαтуристическое - περιηγητικό - разг. το τουριστικό γραφείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > агентство
-
2 агентство
агентство с το πρακτορείο; телеграфное \агентство το τηλεγραφι κό πρακτορείο* * *сτο πρακτορείοтелегра́фное аге́нтство — το τηλεγραφικό πρακτορείο
-
3 агентство
агентствос τό πρακτορεῖο[ν]:телеграфное \агентство τό τηλεγραφικό[ν] πρακτορεῖο[ν]. -
4 ТАСС
ТАСС(Телеграфное Агентство Советского Союза) τό ΤΑΣ (τό Τηλεγραφικό πρακτορείο τής Σοβιετικής Ένωσης). -
5 агентство
-а ουδ.πρακτορείο•телеграфное агентство τηλεγραφικό πρακτορείο.